υποκινύρομαι

υποκινύρομαι
Α
1. τραγουδώ μουρμουριστά έναν σκοπό
2. θρηνώ μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κινύρομαι «θρηνώ, οδύρομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποκινυρίζω — Μ ὑποκινύρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κινυρίζω «θρηνώ, οδύρομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”